λέγοντα

λέγοντα
λέγω 1
lay
pres part act neut nom/voc/acc pl
λέγω 1
lay
pres part act masc acc sg
λέγω 2
pick up
pres part act neut nom/voc/acc pl
λέγω 2
pick up
pres part act masc acc sg
λέγω 3
lay
pres part act neut nom/voc/acc pl
λέγω 3
lay
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λέγονθ' — λέγοντα , λέγω 1 lay pres part act neut nom/voc/acc pl λέγοντα , λέγω 1 lay pres part act masc acc sg λέγοντι , λέγω 1 lay pres part act masc/neut dat sg λέγοντι , λέγω 1 lay pres ind act 3rd pl (doric) λέγοντε , λέγω 1 lay pres part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγοντ' — λέγοντα , λέγω 1 lay pres part act neut nom/voc/acc pl λέγοντα , λέγω 1 lay pres part act masc acc sg λέγοντι , λέγω 1 lay pres part act masc/neut dat sg λέγοντι , λέγω 1 lay pres ind act 3rd pl (doric) λέγοντε , λέγω 1 lay pres part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Minuscule 609 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 609 Text Gospel of Luke † Date 1043 Script Greek–Arabic …   Wikipedia

  • επιτέμνω — (Α ἐπιτέμνω, ιων. τ. ἐπιτάμνω) [τέμνω] συντομεύω, συμπτύσσω, μικραίνω τη χρονική διάρκεια («ἡ δέ Κτησίου διήγησις, ὡς ἐπιτέμνοντι πολλά συντόμως ἀπαγγεῑλαι», Πλούτ.) αρχ. 1. χαράζω, σχίζω, κάνω τομή («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών παρά τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • παραξέω — ΜΑ 1. ξύνω κάτι πλαγίως ή επιφανειακά 2. τραυματίζω ελαφρά («παραξέειν τὸν χρῶτα», Άνν. Κομν.) 3. πλησιάζω, προσεγγίζω κάποιον 4. μιμούμαι («ἐντεῡθεν Σοφοκλῆς παραξέσας ποιεῑ τὸν Οἰδίποδα λέγοντα...», Ευστ.) αρχ. κάνω κάτι λείο, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • παραχρώμαι — άομαι, ΜΑ μσν. 1. κάνω ερωτικές καταχρήσεις («παραχράται πολύ σφοδρῶς συνουσιάζει, ἀκολάστως μίγνυται εἴρηται δὲ καὶ περὶ ἐκάστου πράγματος ὅ ἐκ περιουσίας γίνεται», λεξ. Σούδα) 2. κάνω κατάχρηση λέξεως («Σοφοκλής παραχρᾱται τῇ λέξει… …   Dictionary of Greek

  • προδοξάζω — Α κρίνω, σχηματίζω γνώμη εκ τών προτέρων («διὰ τὸ προδεδοξάσθαι ποιόν τινα εἶναι τὸν λέγοντα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοξάζω (< δόξα «γνώμη»)] …   Dictionary of Greek

  • πυργώνω — πυργῶ, όω, ΝΜΑ [πύργος] 1. περιβάλλω ή περιφράσσω έναν τόπο με πύργους («λιπὼν ἐπύργωσ ἄστυ Θηβαίων τόδε», Ευρ.) 2. μτφ. καθιστώ κάτι ψηλό σαν πύργο με τη συσσώρευση πολλών αντικειμένων νεοελλ. παθ. πυργώνομαι σηκώνομαι ψηλά, ανυψώνομαι («κι… …   Dictionary of Greek

  • υποσκελίζω — ὑποσκελίζω, ΝΜΑ ρίχνω κάτω με τρικλοποδιά, πεδικλώνω νεοελλ. μτφ. παραγκωνίζω, παραμερίζω κάποιον με πλάγια μέσα («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη θέση τού προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του») αρχ. 1. (για κρασί) καταβάλλω, εξασθενίζω… …   Dictionary of Greek

  • φλεβοτονούμαι — έομαι, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «φλεβοτονεῑσθαι τὸ τείνειν τὰς φλέβας λέγοντά τι ἤ πράττοντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + τονοῦμαι / τονῶ (< τόνος < τόνος < τείνω), πρβλ. οἰκειο τονοῦμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”